Ποίηση - Εκδόσεις Περίπλους


Αν και η προηγούμενη ποιητική συλλογή του Φίλιππου Αγγελή έριχνε μεγαλύτερο βάρος στα κοινωνικά ζητήματα της εποχής μας, στην «Εμμηνόπαυση της ύαινας» στρέφει την προσοχή του στις διαπροσωπικές σχέσεις. Σαφώς και δεν εγκαταλείπει καθολικά το μελανό κοινωνικό γίγνεσθαι, θέμα ανεξάντλητο για κάθε δημιουργό, αλλά αυτή τη φορά συμπιέζει τη διαμαρτυρία ώστε να μας παραθέσει εικόνες - συνειρμούς, άρρηκτα συνδεδεμένες με τον εσωτερικό του κόσμο. Τα περισσότερα ποιήματα διαποτίζονται από συγκεκριμένες έννοιες, που εκφράζουν την αρνητική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης. Μοναξιά, εγκατάλειψη, προδοσία, ρουτίνα, πνιγμένα όνειρα, φόβος, συμβιβασμός, ψέμα, αδιαφορία, εγκλεισμός. Ο έρωτας συνήθως παραμένει ουτοπικός ή στην καλύτερη περίπτωση μονόπλευρος. Το σύνολο σχεδόν των ποιημάτων θα μπορούσε να αφορά ένα και μόνο πρόσωπο καθώς ο εσωτερικός μονόλογος ξεσπά παντού με τα ίδια χαρακτηριστικά. Μοναδικές περιπτώσεις διαφυγής το όνειρο και η νοσταλγία. Το όνειρο, δομικό στοιχείο πολλών ποιημάτων της συλλογής, δεν έρχεται ως λυτρωτική διέξοδος αλλά ως βασανιστικό παιχνίδισμα της φαντασίας. Ακτίνα φωτός μόνο η νοσταλγία μιας αθώας παιδικής ηλικίας, που έφυγε γρήγορα μαζί με τις ωραίες ιδέες που πρέσβευε για τον κόσμο. Το στενάχωρο βέβαια είναι πως δεν γίνεται καμία μνεία για το μέλλον. «Ίσως κι αυτό το αύριο που σκοπεύουμε  - να μην προλάβουμε – να μην αξίζει επαρκώς για να το δούμε» ψιθυρίζει ο ποιητής προβλέποντας δυσοίωνα τα χρόνια που θα ακολουθήσουν. «Μην περιμένεις πολλά. Όλοι με μια τυφλή βεβαιότητα θανάτου πορευόμαστε και σαρκοφάγα δεσμά μας συνθλίβουν τα χέρια».

Σοβαρή ευθύνη σ’ αυτήν την ενδόμυχη, σχεδόν σκοτεινή εξομολόγηση έχουν οπωσδήποτε οι άνθρωποι. Οι εκμεταλλευτές, οι ψευτοθρησκόληπτοι, αυτοί που δεν απαρνιούνται τα ταμπού τους, αυτοί που παίζουν με τα συναισθήματα των πλησίον τους. Άνθρωποι – ύαινες, που περιμένουν να ψοφήσεις για να σε «λυπηθούν» ή να σε λιμπιστούν δακρύβρεχτοι. Κι όλα αυτά σε ένα μικρό διαμέρισμα, ενός αφιλόξενου κοινωνικού τοπίου, μιας βροχερής και απάνθρωπης πόλης. Ακόμα όμως κι αν υπάρχει κάπου εκεί έξω κρυμμένη μια αισιόδοξη κι ευχάριστη νότα αυτού του κόσμου, δεν περιλαμβάνεται στο συγκεκριμένο μενού του ποιητή. Ίσως και ο ίδιος να βρίσκεται σε αναζήτηση μιας τέτοιας ομορφιάς αλλά και ίσως να την είχε βρει, αλλά να τον διέψευσε πανηγυρικά μέσω μιας προδομένης φιλίας ή ενός ανεδαφικού έρωτα. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ωστόσο ότι αυτή η μελαγχολική ποίηση, δυστυχώς, πρεσβεύει την πλειοψηφία της νέας γενιάς ποιητών στη χώρα μας. Μιας γενιάς που μεγάλωσε με απεριόριστες προσδοκίες και θα γεράσει με το δάγκωμα της ύαινας να της ματώνει το κάθε της κύτταρο….


Δείγμα γραφής:


Θα έπρεπε να μ' έβλεπες τώρα -

τώρα που εγκάρδια γερνώ και εσπευσμένα

λες και με πέρασε ολόκληρη ζωή

με φόρα ασυγκράτητη σε μία μόνο νύχτα•

τώρα πού έχω επάνω μου ανάγκη πιο πολλή

ένα παράφορα κατάδικο μου βλέμμα

που όλα τριγύρω φυλακή

να χάνονται ισόβια οι φίλοι.

κι εσύ ποτέ να μην μιλάς

ποτέ να μην μού γράφεις –

με χόρτασε ό κίνδυνος κι οι λέξεις

κι ίσως να είναι καλλίτερα έτσι

της ερημιάς μας ό υψίφωνος ό ήχος.


Ναι. Θα έπρεπε να μ' έβλεπες τώρα -

να κλαίγαμε ασυντόνιστα

σαν δυο επίμονες βροχές, ετεροχρονισμένες

πού δεν μπορούν ν' αγαπηθούν στην ίδια πόλη•

μ' ένα φιλί παρεστιγμένο

πιστά να μού κρατάς το στόμα

να μυρίζεις σκόνη και βάλσαμο

να γλείφεις μια χυδαία τερηδόνα των οστών

κι εγώ κορμί σκληρό από γκρεμό και ψέμα

όπως την πρώτη την φορά να σε μαθαίνω.


Όχι, ψυχή μου. Μην βάλεις ζάχαρη.

Σκέτο τον πίνουνε τον έρωτα οι μεθυσμένοι.

 

 


Θα ήταν επίσης παράλειψη να μην επισημανθεί η καταπληκτική εικονογράφηση της κυρίας Τζένης Χαλκιαδάκη.

 

 

 

Αλέξανδρος Ακριτίδης

Συγγραφέας - Απόφοιτος Ανθρωπιστικών Σπουδών