Ιψενικό Corpus !

Ερρίκου Ίψεν  Ένας εχθρός του λαού

Πέερ Γκυντ

Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί

Ο αρχιμάστορας Σόλνες

Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν

Ο μικρός Έγιολφ

Εκδόσεις Gutenberg -γράφει ο Στάθης Κομνηνός


Ας επαναλάβω, προοιμιακά, τα λόγια του Κ. Γεωργουσόπουλου για το ιψενικό Corpus των εκδόσεων Gutenberg, μια που, συνοπτικά, αποτυπώνουν την αξία της παρούσας έκδοσης του ιψενικού έργου στη χώρα μας: «Η παρούσα άρτια και πλήρης σειρά των αριστουργημάτων του μεγάλου Νορβηγού είναι μια πολύτιμη, σύγχρονη, δραματουργικά ενημερωμένη, θεατρικώτατη, γλωσσικά πλούσια κ’ ερεθιστική προσφορά γενικής Παιδείας, σκηνικής πρόκλησης και παρακλητική της σκηνοθετικής, υποκριτικής κ’ εικαστικής φαντασίας.». Εγώ, επιτρέψτε μου, ζώντας, όπως όλοι μας…, σ’ αυτήν ακριβώς τη χώρα…, θ’ αναφωνήσω, όπως αναφωνώ και με την περίπτωση της μετάφρασης του νιτσεϊκού Corpus από τον Ζήση Σαρίκα, που είθε να το παρουσιάσω κάποια στιγμή από τη στήλη αυτή: Επιτέλους σχεδιασμός! Επιτέλους μακρόπνοη θεμελίωση! Επιτέλους σοβαρότητα! Επιτέλους εθνικό πρόσωπο που… κληροδοτεί! Επιτέλους έργο συνέχειας και διάρκειας! Επιτέλους Μορφή και Αρμονία αναλογιών! Επιτέλους σαφές στίγμα που οικοδομεί σαφή πνευματικό τόπο! Επιτέλους, κοντολογίς, ο πήχης, ως αξιοπρεπώς του πρέπει, στα ύψη, όπου μόνον εκεί αγάλλεται για να αγαλλιούμε κι εμείς με τη σειρά μας κι… επιτέλους θανάτωση της προχειρότητας, της ευκολίας, της ευκαιριακότητας, της αρπαχτής, του ανέρειστου, της… ελληνικής ψευδαίσθησης και αυταπάτης της …μαγικής «επιτυχίας» της τελευταίας στιγμής(!), του βραχύπνοου κι ασθματικού «αυτοσχεδιασμού» (…αυτοσχεδιασμός ; Ω, ένας συλλογικός, …κατ’ εθισμόν, ευφημισμός! Βλ. καλύτερα: οκνηρία κι αντιερωτισμός, ή σπιθαμιαία, έστω, ερωτική διάθεση και επίδοση, προς το ίδιο το ζην στις αναρίθμητες εκφάνσεις του.). Ζήτω ο θάνατος του προσώπου εκείνου της Ελλάδας που «όπου κι αν βρεθούμε μας πληγώνει», για να παραφράσω, επιμελώς και με προσκλητικό στον αναγνώστη υπαινιγμό…, τον Σεφέρη. Και ιδού, επιτέλους, πώς μια έκδοση μπορεί να σκιαγραφήσει πολιτική συμπεριφορά και συνείδηση, πολιτική σκέψη και πρόταση, εκβάλλοντας, με την αμεσότητα της δομής της, που σημειωτέον συνιστά καθεαυτήν πρόταση περί του πολιτεύεσθαι, στην πολιτική Πράξη, από τον δήθεν άσχετο, καθεαυτόν, προς την πολιτική, χώρο της σκηνής, της λογοτεχνίας και του εκδίδειν. Μια έκδοση με σχεδιασμό, προγραμματισμό κι επιμονή στην πραγματοποίησή της. Μια έκδοση όχι τυχαία ή τυχάρπαστη, όχι ευκαιριακή, όχι βιαστική.

Ας διαφοροποιηθώ, ωστόσο, και από μια ρηχή, πάνω στα πράγματα, ματιά του Κ. Γεωργουσόπουλου, που έμμεσα μοιάζει ν’ αδικεί την προσπάθεια και το άρτια αποτετελεσμένον της έκδοσης του ιψενικού Corpus από τον εκδ. Οίκο Gutenberg: «Το έργο του Ίψεν είναι πολυμεταφρασμένο στην Ελλάδα.». Βεβαίως. Δεν αντιλέγει κανείς. Όμως, το «πολυμεταφρασμένο» δεν καλύπτει αυτονόητα τον οφειλόμενο δρόμο που πρέπει να διανύσει η ευπρόσωπη προσπάθεια εισαγωγής του έργου του Νορβηγού δραματουργού στη χώρα μας για να γλυτώσουμε από τυχόν παραχαράξεις, παραποιήσεις και παραπλανητικές προχειρότητες συστάσεώς του στο ελληνικό κοινό και την ελληνική σκηνή. Κι αυτές υπήρξαν κατ’ επανάληψη. Ο Ίψεν (και όχι μόνον)βεβαίως και πολυμεταφράστηκε. Όμως, κυρίως, για θεατρικές, …επιχορηγούμενες, αρπαχτές. Κι επίσης, ολότελα εμετικά, αγνοήθηκε και η πλέον στοιχειώδης μεταφραστική υποχρέωση μιας κάποιας εγγύτητας, έστω, προς την πρωτότυπη γλώσσα ή, φυσικά, της εισαγωγής του Νορβηγού στη χώρα μας με βάση την ίδια τη γλώσσα του. Κι όλο αυτό, όλη αυτή η…«πολιτική», μετρά…πάνω από 120 χρόνια στο άθλιο Ελλαδιστάν. Το «πολυμεταφρασμένο», συνεπώς, δεν συνιστά, αυτοδύναμα, και ουσιαστική οικείωση του λόγου, τουλάχιστον, (αν όχι των σκηνικών «θέσεων») του Νορβηγού. Κι αυτό που επιτυγχάνεται με την παρούσα έκδοση του ιψενικού Corpus είναι ότι θεμελιώδες μέλημα των συντελεστών της είναι η με υψηλές απαιτήσεις οικείωση του ιψενικού λόγου, ως του κατεξοχήν ζητουμένου, για να επιτευχθεί αληθινή γνωριμία του Νορβηγού με το ελληνικό θεατρόφιλο και αναγνωστικό κοινό και μάλιστα, με την έκδοση του ιψενικού αυτού Corpus έχουμε την τύχη να κατέχουμε, από τη μια, έργα που αντανακλούν την ιψενική σχέση με την Ποίηση, τη φαντασία και το συμβολισμό και, από την άλλη, έργα που εγκαινιάζουν το περιβόητο ιψενικό κοινωνικό δράμα. Με άλλα λόγια, έχουμε ολόκληρο το πρόσωπο του Νορβηγού θεατρανθρώπου.

Σ’ αυτή μου την άποψη περί μεταφραστικών πολιτικών φαίνεται πως δεν είμαι, ίσως, μόνος καθώς, ευθαρσώς και με σθένος, ο επιμελητής της έκδοσης Ήρκος Αποστολίδης, μη μασώντας διανοουμενίστικα τα λόγια του, δηλώνει, εξηγώντας ταυτόχρονα και τη γενική μεταφραστική πολιτική της παρούσας έκδοσης, για προηγούμενες μεταφράσεις του ιψενικού έργου «[…] αδούλευτη[…], ούτ’ αυτή αντιμετωπίζει τα βασικά ζητήματα λόγου κ’ εκφραστικής,[…] αστοχίες, μα και καθαυτό ασυνταξίες, […] αδούλευτη και με μυριάδες λάθη…», για να συμπληρώσει εμφατικά «Και παραλείπω εντελώς ανάξια λόγου σκαλαθύρματα, σκαρωμένα μάνι-μάνι για συγκεκριμένες παραστάσεις. Πρωτίστως, όμως: ενσυνείδητα είτε μη, παρατοποθετούν βάναυσα τις θέσεις[…]του ίδιου του Ίψεν.»(βλ, Ένας εχθρός του λαού, σελ.31-32). Ας προσεχθεί, βάσει όσων παραπάνω είπαμε, αυτό το «μάνι-μάνι» και ας δώσουμε την ευχή μας να συνεχιστεί το έξοχο εγχείρημα των εκδόσεων Gutenberg και να ολοκληρωθεί το ιψενικό Corpus στα ελληνικά.

Κάθε τόμος της έκδοσης του ιψενικού Corpus περιέχει βιβλιογραφία, χρονολόγιο, εισαγωγή, σχόλια. Σε κάποιους τόμους παρεμβάλλεται και πρόλογος του επιμελητή της έκδοσης Ήρκου Αποστολίδη ή, πάλι, άλλοτε, σχόλια του ιδίου. Τη μετάφραση υπογράφει ο Θεοδόσης Παπαδημητρόπουλος. Κάποτε συναντούμε και Παράρτημα, όπως λόγου χάρη στον Πέερ Γκυντ. Όλα αυτά βοηθούν πολύ, νομίζω, προς την κατεύθυνση όχι μόνον της κατανόησης του Νορβηγού δραματουργού, αλλά, μέσω αυτής, στην άρτια σκηνική διδασκαλία των έργων του, αφού συμβάλλουν τα μέγιστα για μια γνησιότερη παράσταση τους (όπερ και ζητούμενον) στην Ελλάδα και σ’ αυτό ακριβώς η διαφορά με κάθε άλλη προηγούμενη μεταφραστική κι εκδοτική απόπειρα είναι κολοσσιαία. Η μεταφραστική πολιτική που ακολουθήθηκε για την απόδοση ενός ιδιαίτερου λογοτεχνήματος (ας μην ξεχνάμε αυτόν τον όρο),όπως το θεατρικό έργο, διανύει το μοναδικό αξιοπρεπή δρόμο που γνωρίζει, εν προκειμένω, η συνείδησή μου: διατήρηση, από τη μια, της θεατρικότητας (το υπογράμμισε, ως είδαμε παραπάνω, και ο Κ. Γεωργουσόπουλος) που οδηγεί στη ζώσα Πράξη και, από την άλλη, διαφύλαξη της αυτοδύναμης λογοτεχνικότητας, που οδηγεί στη ζώσα (αναγνωστική) θεώρηση του ιψενικού έργου. Η μεταφραστική πολιτική φαίνεται πως δεν ξεχνά στιγμή πως το θεατρικό έργο είναι ταυτόχρονα και λογοτέχνημα (που δυνάμει και τελεολογικά βλέπει την ολοκλήρωσή του στη Σκηνή…),το οποίο, ως τέτοιο, έχει επίσης δική του αυταξία και λειτουργικότητα και οφείλει να παραπέμπει, αυτοδύναμα, στο αναγινώσκειν, ανεξάρτητα από το ενδεχόμενο της σκηνικής του ολοκλήρωσης και της θεατρικής πράξης. Η ηδονή και η σχέση που προκύπτει από την αναγνωστική επαφή με το ΚΕΙΜΕΝΟ καθαυτό έχουν τους δικούς του νόμους, που οφείλουν, μάλιστα, να τους διατηρούν. Το αυτό αναφέρει, έξοχα, και ο επιμελητής της έκδοσης που έχει συνείδηση αυτής της πραγματικότητας (βλ. Ένας εχθρός του λαού, σελ.31). Έτσι, η έκδοση επιτυγχάνει ο λόγος να είναι θεατρικός κι αυτό είναι δύσκολο και όχι αυτονόητα κατορθωτό (όσοι έχουν γράψει ή μεταφράσει έστω και μια θεατρική γραμμή με κατανοούν),και ταυτόχρονα λογοτεχνικός. Αποτυπώνει τον Ίψεν και στο διάβασμα του έργου-ως-λογοτέχνημα και στη διδασκαλία του από σκηνής μέσα στο καμίνι της θεατρικής πράξης.

Δεν έχω πρόσβαση στο νορβηγικό πρωτότυπο, έχω, όμως, στο γερμανικό, όπου η βαρύτητα του πρωτοτύπου μεταφέρεται άνετα, τουλάχιστον κατά το ήμισυ και βάλε. Βάσει αυτού μπορώ να εκτιμήσω την υψηλή ποιότητα της μετάφρασης του Θ. Παπαδημητρόπουλου. Επισημαίνω με έμφαση την πάντα επίπονη (όσοι έχουν γράψει θέατρο με καταλαβαίνουν…)ακριβολογία των σκηνικών και, κυρίως, των σκηνοθετικών οδηγιών που υπάρχουν στα έργα του ιψενικού Corpus. Η μετάφραση αγωνίστηκε, εμφανώς, να μην παραχαράξει αυτή την ακριβολογία στην ελληνική απόδοση. Η αγωνία του μεταφραστή να ακριβολογήσει, σχετικά με τις ιψενικές σκηνοθετικές οδηγίες, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Θα ήταν παράλειψη, επίσης, να μην αναφέρω πως υπάρχει μια συνεπής ορθογραφική και γλωσσική πολιτική στην έκδοση (ασχέτως αν συμφωνεί εξ ολοκλήρου κάποιος μ’ αυτήν) κι αυτό συνιστά σεβαστή άποψη. Η πολιτική αυτή είναι ενιαία και ομοιογενής και διατρέχει όλους τους τόμους της έκδοσης. Π.χ. έφτειαξα, βίλλα, ηρεμήση/γίνη (σε υποτακτικό λόγο…), φτειάχνει, καπέλλο, δήτε, ωλοκληρώθηκε, σακκί, κουκούλλα, μπαγκέττες, στρυμωχνόμαστε, ζακέττα, ομπρέλλα, ωνειρευόμουνα, απωστεωμένων (βλ. σχετικά στις εισαγωγές των έργων, π.χ. Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί, σελ.22, Ο μικρός Έγιολφ, σελ.21 κλπ). Το ενιαίο, ωστόσο, όχι της γραμματικής και της γλωσσικής άποψης αλλά της μεταφραστικής απόδοσης είναι το σημαντικό στην περίπτωση του ιψενικού αυτού Corpus, καθώς έτσι δημιουργείται μια …ελληνική φωνή του Ίψεν, ένα ελληνικό ιψενικό πρόσωπο, πράγμα που θεωρώ εξόχως σημαντικό, καθότι δημιουργεί συγκεκριμένο προσωπικό ΗΧΟ για τον Νορβηγό δραματουργό στη χώρα μας. Εύχομαι, μάλιστα, η έκδοση αυτή γλωσσικής προσωπο-ποίησης να αποβεί «κανόνας» του ιψενικού λόγου, ώστε οι τυχόν μεταφραστικές αποκλίσεις ή συγκλίσεις προς αυτόν, στο μέλλον, να έχουν σημείο αναφοράς (πόσο λείπει αυτή η διάθεση στην Ελλάδα…) και να κινούνται επί αποτετελεσμένου σκελετού αποφεύγοντας, έτσι, να (αυτ)αποδειχτούν τυχάρπαστες και ευκαιριακές. Λόγω προσωπικής μου γλωσσικής άποψης, επίσης, οφείλω να πω ότι η ρυθμολογία του κειμένου μπορεί να κρατηθεί, ίσως, ευκολότερα με την ευλογημένη επιστράτευση της χρήσης του πολυτονικού, έστω και ως παρτιτούρα…δίχως εκτελεστές πια.

Μιλήσαμε παραπάνω για Αρμονία, σχεδιασμό, οικείωση του ιψενικού έργου. Ιδού: η έκδοση φροντίζει να αλληλοκαλύπτεται και αυτό ακριβώς είναι άλλο ένα έξοχο στοιχείο της, καθώς οικοδομεί, με τον τρόπο αυτό, μια συμπαγή θεώρηση του ιψενικού Corpus και μια αρτιωμένη σχέση του αναγνώστη μ’ αυτό. Για του λόγου το αληθές:

1. Ένας εχθρός του λαού, σελ.47 σημ.17, σελ.49 σημ.21, σελ.217 σχ.43

2.Ο μικρός Έγιολφ, σελ.19 σημ. ε, σελ.122 σχ.11, σελ.124 σχ.22, σελ.127 σχ.35

3.Πέερ Γκυντ, σελ248 σχ.9

4.Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί, σελ.16 σημ. γ, σελ.18 σημ.στ

5.Ο αρχιμάστορας Σόλνες, σελ.23 σημ.θ, σελ.164 σχ.30

6.Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν, σελ.17, σελ.18 σημ.5

Μια που ενδιαφέρει, όπως είπαμε, ο πήχης να είναι στα ύψη, ήπια ένσταση προβάλλω για τις αραβικές αποδόσεις ονομάτων και τοπωνύμιων, όπως π.χ. στον Πέερ Γκυντ σελ.147 (σημ.149),σελ.262 σχ.132 κ.α. Η επιστράτευση ενός ειδικού για μια σχετική συμβουλή ως προς την σωστή απόδοση των όρων αυτών θα ήταν αναγκαία. Εν τούτοις, αυτό είναι, κυριολεκτικά, παρωνυχίδα και εντελώς συγγνωστό πλημμέλημα.

Σκοπός, φυσικά, αυτής της βιβλιοκρισίας δεν είναι η αποτίμηση ή η κριτική του ιψενικού έργου. Κάτι τέτοιο μπορεί να βρει ο αναγνώστης στην με δικαιοσύνη διατυπωμένη άποψη του Κ. Γεωργουσόπουλου που μεταξύ άλλων αναφέρει: «[…]έγινε ο καταλύτης που διάλυσε τους αστικούς μύθους, τη σεμνοτυφία, την υποκρισία, την ιεροποίηση της εργασίας και την αποθέωση της κερδοσκοπικής συσσώρευσης πλούτου.» (βλ. επίσης και το «Πιστεύω», τρόπον τινά, του Νορβηγού στις σελ.22-23 του έργου Ένας εχθρός του λαού).Αρκούμαι, ωστόσο, να πω ότι μπροστά μας έχουμε έναν παγκόσμιο συγγραφέα παγκόσμιων έργων (ειδικά για τα Πέερ Γκυντ, Ο αρχιμάστορας Σόλνες, Ένας εχθρός του λαού). Έργων που ακριβώς επειδή είναι παγκόσμια ξεφεύγουν από τα στενά θεατρικά όρια και αγγίζουν τις ίδιες τις δομές και τους άξονες του δυτικού πολιτισμού. Έργων, που για να μη χρησιμοποιήσω ονόματα θεατρικών επιγόνων του Νορβηγού, αναφέρω ότι εκβάλλουν στον Κάφκα, ο οποίος συνεχίζει, εν μέρει, και με δικούς του τρόπους, την ιψενική προβληματική, οδηγώντας την σε άλλα βάθη, ώστε να έχουμε πια αποκρυσταλλωμένους εντοπισμούς των ανθρώπινων, πρώτα, και πολιτισμικών, έπειτα, παθογενειών. Παθογενειών που συγκλονίζουν, διαχρονικά, το ανθρώπινο και πολιτισμικό υποκείμενο. Τολμώ, ησύχως, να πω ότι διαβάζοντας κανείς Ίψεν διαβάζει, ενίοτε, περί των ψυχικών «ριζωμάτων» (για να χρησιμοποιήσω μια δυνατή εμπεδόκλεια έκφραση) του ανθρώπου. Διαβάζει για τα δομικά ψυχικά σκοτεινά βάθη του ανθρώπινου και, κατ’ επέκταση, πολιτισμικού ψυχισμού. Άλλωστε, δεν είναι μικρό πράγμα, μια που λόγο κάνουμε περί ψυχισμού, να εντοπίζει  κανείς μέγα μέρος από το φροϋδικό ψυχαναλυτικό ντιβάνι στο ιψενικό έργο, πολύ πριν την εμφάνισή του από τον ίδιο τον Φρόυντ, αναλογιζόμενος έτσι το μέγεθος του Νορβηγού δραματουργού. Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ πως δεν ενδιαφέρει τον αναγνώστη αρχικά και έπειτα θεατή του ιψενικού έργου αν ο Ίψεν έκανε το ένα ή το άλλο για την ίδια την ουσία του θεάτρου. Όλα αυτά είναι μια δευτερογενής συζήτηση. Αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει τον αναγνώστη του ιψενικού Corpus, μια και το θεατρικό κείμενο είναι, όπως είπαμε, ένα αυτόνομο και αυτοδύναμο λογοτέχνημα, είναι, πέρα από τον τρόπο εκφοράς και στησίματος των μηνυμάτων και τη μορφή αυτού του τρόπου, οι πνευματικές συλλήψεις του Ίψεν καθεαυτές και ο τυχόν φωτισμός που ρίχνει ο Νορβηγός στα πυκνά ανθρώπινα ψυχικά σκοτάδια. Δεν θα ήταν, νομίζω, εκτός θέματος, στη συνάφεια αυτή, να υπενθυμίσω ότι ο Ίψεν, ειδικά στον Πέερ Γκυντ, κάνει ασταμάτητες θεολογικές/αγιογραφικές αναφορές ως, ίσως, οφείλει, κάποτε, κάποιος ομότεχνος εκείνων που, κατά τη θεατρική τους (απεικονιστική/μιμητική ;…)Πράξη, επινόησαν το όρο θεολογείον για να αποδώσουν της θέαση μιας διάστασης του ζην, τους οποίους ακολούθησε, μιμητικά, η ελισαβετιανή θεατρική παραγωγή, που ένα μέρος της, οπωσδήποτε, εκβάλλει στον Νορβηγό δραματουργό, αφού, όπως και να το κάνουμε, αν έχει κάποιος διάρκεια το μαρτυρούν, ως φαίνεται, οι πράξεις του και το ίδιο συμβαίνει όταν έχει ασυνέχεια και κατατεμαχισμένη, διακεκομμένη, πορεία. Με βάση αυτά, να μια πολύπλευρα χρήσιμη, ίσως, σκέψη: δρώντας τον 19ο αιώνα ο Ίψεν κατάκτησε για δεκαετίες τις θεατρικές σκηνές του 20ου. Τώρα πια, στον 21ο αιώνα, νομίζω πως άνετα μπορούμε να τον κατατάξουμε στους κλασικούς του θεάτρου με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται και υποδηλώνει αυτό. Ωστόσο, η κατάταξη αυτή έχει, κυρίως, ένα νόημα: διαχρονικότητα. Γιατί ; Διότι ο Ίψεν έχει εγκατασταθεί, πέρα και άσχετα από οιαδήποτε κοινωνική και θεατρική σύμβαση επιφανείας…,ως ανατόμος των βαθών του ανθρώπινου ψυχισμού και έχω εδραία πεποίθηση πως τίποτε πια δεν μπορεί να πτοήσει τις ιψενικές ανασκαφές αρχετύπων, έστω κι αν αυτές συχνά μοιάζουν να φορούν τα ρούχα ενός αστικού δραματολογίου. Ο Ίψεν παραμένει ανατόμος ριζών και εξ αυτού απορρέει το διαχρονικόν του, μα κι εδώ θεμελιώνεται ο ορισμός του κλασικού. Τώρα, αν σ’ αυτά προστεθεί και η ευτυχισμένη κατασκευή μυθικών πλαισίων, όπως λ.χ. στον Πέερ Γκυντ, τότε ανετότατα μπορεί να γίνει λόγος και για αρχετυπικές κατασκευές που η αξία τους μοιάζει ανυπολόγιστη. Θαρρώ, κάθε αληθής καλλιτέχνης ονειρεύεται, υγιώς φιλόδοξα, τέτοιες κατασκευές. Όταν, λοιπόν, ο δραματουργός μας, μάλιστα, ακουμπά τον σκελετό του υπάρχειν, δηλαδή τη ζωή και το θάνατο, όπως στα ύστερα έργα του συμβαίνει, και προσπαθεί να τον ανατάμει, τότε η διαχρονικότητα αυτή συνιστά έρριζη διάσταση του έργου του και τον καθιστά αέναα σύγχρονο, καθότι ο συγχρονισμός απορρέει, αποκλειστικά, από την επαφή και συνουσία με τις έρριζες πραγματικότητες του ζην. Καθετί στον αντίποδα αυτού είναι καταδικασμένο είτε σε θάνατο και αργή ή γρήγορη φθορά, είτε στην ιστορική αδιαφορία μες σ’ ένα φαινομενικό υπάρχειν, είτε στην κατάληξή του μες στις γυάλες των λογής μουσείων.

Δύο καταληκτικά λόγια-προτάσεις:

1.Μια που, ως γνωστόν, «ο καλός καλό δεν έχει» και τέτοιες δουλειές όπως η παρούσα δεν εκτιμώνται ΘΕΣΜΙΚΑ, ώστε να αποτελέσουν προηγούμενο και βάση πολιτικής, προτείνω οι κρατικές επιχορηγήσεις (των οποίων τη ρεμούλα γνωρίζουν και οι πέτρες…)στα θέατρα να λαμβάνουν υπόψη, για να δοθούν, το εάν οι τυχόν μεταφράσεις γίνονται, σε πρώτη βάση, από τα πρωτότυπα και έχουν επιστρατευθεί για να τις εκπονήσουν άνθρωποι με γνώση των λογής γλωσσών και όχι σκηνοθετίσκοι, σκηνογραφίσκοι και λοιποί παρατρεχάμενοι, που μέριμνά τους είναι να ενθυλακώσουν το… παραδάκι και με το παραδάκι αυτό, που έχει πληρώσει ο ίδιος ο λαός, να ξεγελάσουν, με φθηνή ποιότητα, το λαό και να πλουτίσουν οι ίδιοι. Στην αντίθετη περίπτωση, καλό θα ήταν να ΜΗΝ δίνονται οι κρατικές επιχορηγήσεις σε …(αντιποιοτικούς)«φαταούλες» του καλλιτεχνικού μας γίγνεσθαι.

2.Προτρέπω και δίνω την ιδέα, από τη θέση αυτή, τις εκδόσεις Gutenberg να προβούν στην έκδοση παρόμοια απαιτητικού Corpus, που, αυτή τη φορά, να αφορά στον Στρίντμπεργκ. Δεν το λέω τυχαία. Η ολότητα αυτού του δραματικού τοπίου θα αφήσει, προφητεύω, ανεξίτηλη παρακαταθήκη στα ελληνικά γράμματα και τις ελληνικές σκηνές, φτάνει κανείς να θυμηθεί το έργο του Σουηδού δραματουργού «Το ταξίδι του τυχερού Πέερ» για ν’ αναλογισθεί τις συνδέσεις και την εποπτική, πλέον, ματιά, του έλληνα αποδέκτη, πάνω σε αρχετυπικούς μύθους και φιγούρες του ανθρώπινου ψυχισμού. Είθε !


© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ