Προβληματιστήκατε στη διαδικασία εξεύρεσης ιδανικού τίτλου ή ο εν λόγω υπήρξε ευθύς εξ’ αρχής η μόνη επιλογή;

Υπήρχαν τρεις πιθανοί τίτλοι. - «Παναγιώτα» (το όνομα του θύματος ). -«Τιμίως και ευσυνειδήτως» (Ήταν η φράση που οι ένορκοι έλεγαν πρώτη όταν παίρναν μια απόφαση. Αυτό θα εστίαζε την προσοχή στον επηρεασμό των ενόρκων της Αθήνας και τον μοναδικό ένορκο που μειοψήφησε, τον Δημοσθένη Δαπόντε). - Ο υπάρχων «Καλύτερα Σκοτωμένη Παρά Χωρισμένη» που ήταν τα λόγια της Παναγιώτας και η ουσία τους ήταν που την οδήγησε στο τέλος της. Επικράτησε η τελευταία εκδοχή και είμαι ευτυχής γι’ αυτό. Αρέσει σε όλους και αυτές οι τέσσερις λέξεις αποτελούν ουσιαστικά τη σύνοψη της όλης ιστορίας.


Ποιος ήταν ο βαθύτερος λόγος συγγραφής αυτού του έργου;

Εκφράστηκα για κάτι που ήταν ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου και που σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια. Επίσης, μνημόνευσα την Παναγιώτα, τον πατέρα μου Θανάση, τον Δημοσθένη Δαποντε, τον μοναδικό ένορκο και πολλούς ακόμη που το άξιζαν.


Στην εισαγωγή του έργου διαβάζουμε για την καταλυτική συμβολή της συζύγου σας όταν εκφράζατε κάποιους ενδοιασμούς. Εντέλει, σας προβλημάτιζε περισσότερο ότι η συγκεκριμένη ιστορία ήταν πολύ σημαντική για να μην τη διηγηθείτε σωστά ή ότι ήταν εξίσου σημαντική για να μην τη διηγηθείτε καθόλου;

Ήταν πολύ σημαντική για να μην ειπωθεί καθόλου. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο, όταν δηλαδή διατύπωνα τους προβληματισμούς μου στη σύζυγό μου, ήμουν σε άλλο στάδιο και νομίζω ότι οι φόβοι μου ήταν δικαιολογημένοι. Τελικά πιστεύω ότι έπειτα από μακροχρόνια και κοπιαστική δουλειά η ιστορία ειπώθηκε και ειπώθηκε και σωστά.


Σε άλλη σας συνέντευξη αναφερθήκατε στην κοπιαστική προσπάθεια που καταβάλατε μιλώντας σε 160 συνεντευξιαζόμενους και κρατώντας 750 σελίδες σημειώσεις. Τι αποκομίσατε από όλη αυτή τη δεκάχρονη αναζήτηση ως συγγραφέας αλλά και ως άνθρωπος;

Σαν συγγραφέας έμαθα ότι το γράψιμο μαθαίνεται. Ότι η γλώσσα σου δίνει απίστευτη ευελιξία να πεις ή και να υπονοήσεις κάτι. Αρχικά, το διαπίστωσα όταν έγραφα το βιβλίο στα Αγγλικά και πολύ περισσότερο όταν ξεκίνησε η μετάφρασή του στα ελληνικά, στη διαδικασία της οποίας βοήθησα και εγώ. Από τα Αγγλικά των 500.000 λέξεων, στα Ελληνικά των 5.000.000.000 λέξεων! Αυτός ο απίστευτος πλούτος των λέξεων με ενθουσίασε. Επιπλέον, ακριβώς επειδή δεν βίασα τη διαδικασία της συγγραφής, αυτό με βοήθησε στο να μου προκύπτουν διαρκώς όλο και περισσότερες ιδέες. Ήταν περίεργο πώς το μυαλό μου λειτουργούσε όσον αφορά το πού και το πότε έγραφα. Υπήρξαν εβδομάδες ολόκληρες που μου ήταν αδύνατο να σκεφτώ ή να γράψω κάτι. Και άλλες φορές που για άγνωστο λόγο, σε μια ανύποπτη στιγμή ερχόταν η έμπνευση. Κάτι που με απασχολούσε για καιρό και δεν ήξερα πώς να το εκφράσω, μπορεί να ερχόταν στο νου μου όταν οδηγούσα ή όταν περπατούσα, ακόμη και όταν ήμουν στο κρεβάτι μισοκοιμισμένος. Τότε ήταν που έτρεχα να «μην μου φύγει» και το έβαζα στο χαρτί. Τώρα σαν άνθρωπος, το ταξίδι αυτό ήταν απίστευτα παραγωγικό, διδακτικό και μου προσέφερε μεγαλύτερη ωριμότητα. Και ήταν και διασκεδαστικό μερικές φορές. Καθώς προχωρούσα έκανα όλο και πιο βαθιά ανάλυση των προσώπων της ιστορίας αλλά και των καταστάσεων που βίωναν οι πρωταγωνιστές, τους οποίους φυσικά γνώριζα πολύ καλά. Μου κέντριζε απίστευτα ο τρόπος που εξελίχθηκαν τα πράγματα. Πώς μερικοί έφτασαν στα άκρα, καταλήγοντας να κάνουν κακό και πώς κάποιοι άλλοι όχι. Πολλές φορές έμεινα άναυδος με τις ενέργειες αυτών που επιχείρησαν να προλάβουν το κακό και που όταν αυτό συνέβη έκαναν τα πάντα για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι, απλοί, αγράμματοι ή είχαν βγάλει τις πρώτες τάξεις του δημοτικού.


Ποια ήταν η συναισθηματική σας κατάσταση όταν συγγράφατε το βιβλίο σας και όταν το ολοκληρώσατε;

Η αλήθεια είναι ότι για πολλά χρόνια περνούσε από το μυαλό μου η ιδέα να γράψω γι’ αυτή την υπόθεση που είχε ταλανίσει τόσο την οικογένειά μας. Όμως η επιβίωση, οι σπουδές, το στρατιωτικό, η μετανάστευση, η δημιουργία οικογένειας, οι επαγγελματικές ασχολίες και οι καθημερινές έννοιες άφηναν αυτή μου την επιθυμία διαρκώς στην άκρη. Πάντα, όμως, ευχόμουν να μπορέσω κάποτε να γράψω την ιστορία, να μην περάσουν στη λήθη η Παναγιώτα, ο πατέρας μου, ο ένορκος Δημοσθένης Δαπόντες και άλλοι. Αυτό έγινε με την αυγή του νέου αιώνα, ωστόσο συνοδευόταν και με έντονους προβληματισμούς. Ακόμη και όταν αποφάσισα τελικά να ξεκινήσω σκεφτόμουν αν είχα όλα τα στοιχεία που θα μου επέτρεπαν να μεταφέρω σωστά την ιστορία. Μπορεί να θυμόμουν πολλά και να είχα ακούσει ακόμη περισσότερα από τους δικούς μου, όμως σύντομα κατάλαβα πως από μόνα τους δεν επαρκούσαν. Γι’ αυτό και ξεκίνησα μια εξονυχιστική έρευνα, προκειμένου να εντοπίσω τα πρακτικά από τις δίκες, τα αποκόμματα των εφημερίδων που έγραφαν για την υπόθεση, αλλά και να πάρω συνεντεύξεις από πολλά άτομα που ζούσαν σε διαφορετικά σημεία, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και όλου του πλανήτη. Ήταν δύσκολο και ψυχοφθόρο να διαχειριστώ την άρνηση ορισμένων αλλά και τις αντιδράσεις των οικείων μου καθώς στο βιβλίο υπάρχουν και κάποια δικά τους «άπλυτα» που ήρθαν στην επιφάνεια. Μια σταθερή θέση ώστε να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομα τους, με βοήθησε στα παραπάνω.
Μόλις ολοκληρώθηκε το βιβλίο και εκδόθηκε, αισθάνθηκα μεγάλη ευφορία. Το ένοιωσα και με τα θετικά σχόλια των αναγνωστών και τα αλλεπάλληλα βραβεία που έχει αποσπάσει.


Ως παιδί ο μικρός Λουκάς δεν φαίνεται να διακατέχεται από μίσος ή οργή για τους υπαίτιους της δολοφονίας παρά μόνο κάτι τέτοιο διαφαίνεται στο τέλος του έργου έπειτα από τη γνωστοποίηση της καταδικαστικής απόφασης. Αυτό οφείλεται στην παιδική αθωότητα εκείνης της εποχής ή στον τρόπο ανατροφής από την οικογένεια;

Στη μικρή εκείνη ηλικία που αναφέρεστε τι είδους κακία και μίσος να έχω; Ευτυχισμένο παιδί του χωριού ήμουνα, μέσα στην φύση, με καλούς γονείς. Σε περιβάλλον ήρεμο. Σίγουρα υπήρχαν στιγμές, ειδικά στο σχολείο, όταν η αντίθετη πλευρά προσπαθούσε να υποστηρίξει την αθωότητα των κατηγορούμενων που αισθανόμουν οργή- αλλά όχι μίσος- και τους αντιμιλούσα. Έπειτα υπήρχαν στο σπίτι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι να εκφράσουν οργή και ίσως να είχαν και μίσος. Γενικά συμβιβάζομαι με τον όρο οργή αλλά μίσος, με τον τρόπο που το καταλαβαίνω, δεν ήταν κάτι που οι γονείς μου έδειχναν για να το μάθω ακόμη και για τους υπαίτιους της δολοφονίας.


Ποιες παιδικές αναμνήσεις φυλάτε ως πολύτιμο θησαυρό από τη ζωή σας στο Κουπάκι;

Πολλές. Το περίεργο είναι ότι δεν ήξερα πόσες και ποσό καλές ήταν μέχρι κάμποσα χρόνια μετά. Ήξερα τους πάντες. Είχα την ευχέρεια να μπαίνω στα περισσότερα σπίτια χωρίς φόβο και σχεδόν όλες αυτές οι επισκέψεις ήταν ευχάριστες καθώς με καλοδεχόντουσαν με μια καλή λέξη και ένα κέρασμα. Ήμουν ελεύθερος να τρέχω, να παίζω με τους φίλους. Να βλέπω και να περιποιούμαι κατοικίδια ζώα. Να συμμετέχω στις γεωργικές δουλείες και να βλέπω κάθε χρόνο πώς η άνοιξη φέρνει τη ζωή με τα λουλούδια της, και μετά πώς η ζωή καρποφορεί και ωριμάζει το καλοκαίρι και το φθινόπωρο και φαίνεται σαν να πεθαίνει το χειμώνα. Υπήρχε το μαγαζί του χωριού που βοηθούσα τον πατέρα μου και που άκουγα όλες τις ιστορίες από τους μεγάλους. Και είχα και τον καλύτερο δυνατό νυχτερινό ύπνο. Έπειτα, υπήρχαν οι γιορτές. Τα πανηγύρια. Οι διακοπές. Οι παραθεριστές του καλοκαιριού. Οι επισκέψεις στο διπλανό χωριό ή στην κοντινή κωμόπολή ή και στην Αθήνα από καιρό σε καιρό. Εκείνο που με εντυπωσιάζει είναι αυτό που έχω ακούσει πολλές φορές από ανθρώπους που έχουν διαβάσει το βιβλίο μου εδώ στις ΗΠΑ ή που από τις περιγραφές που κάνω έμαθαν πως ζουσα στο Κουπάκι τότε. Γόνοι πλούσιων οικογενειών ενήλικες τώρα, που είχαν στα παιδικά τους χρόνια παραπάνω από όσα η ανθρώπινη φαντασία κάνει ένα παιδί ευτυχισμένο. Μου το έχουν πει πολλοί: «Μακάρι να είχα και εγώ σαν παιδί ό,τι είχες εσύ τότε. Ήσουν τυχερός!».


Ποια θεωρείτε την πιο τραγική φιγούρα από τους ήρωες σας;

Την Παναγιώτα.


Αισθάνεστε δικαιωμένος και λυτρωμένος ως προς το συγγραφικό αποτέλεσμα ή αισθάνεστε ότι εκπληρώσατε ένα δύσκολο άθλο τον οποίο η μοίρα σας όρισε;

Δεν με πίεσε κάποιος να κάνω ό,τι έκανα. Ούτε είχα αναλάβει ή είχα υποχρέωση να λογοδοτήσω σε κάποιον- εκτός του εαυτού μου- για το αποτέλεσμα. Αισθάνομαι ικανοποίηση που έκανα ό,τι έκανα, το οποίο ήταν δίκαιο και άξιζε στην Παναγιώτα και σε αυτούς που έφεραν εις πέραν την δικαστική υπόθεση.


Θεωρείτε ότι όταν η λογοτεχνία άπτεται ευαίσθητων κοινωνικών θεμάτων, όπως η ενδοοικογενειακή βία, προσθέτει ένα λιθαράκι στην καταπολέμηση τους;

Οπωσδήποτε. Γιατί αποτελεί μάθηση και διδαχή. Αληθινές ιστορίες, όπως αυτή της Παναγιώτας, αποτελούν παραδείγματα προς αποφυγήν. Οι γυναίκες διαβάζοντας για τη βία που υπέστη η Παναγιώτα μπορεί να αντισταθούν, να σηκώσουν το ανάστημά τους. Να μην θεωρήσουν ούτε ότι πρόκειται για κάτι φυσιολογικό, ούτε για κάτι που δεν έχει λύση. Η λογοτεχνία που θίγει ευαίσθητα κοινωνικά θέματα καλλιεργεί τη σφαιρική μόρφωση του ανθρώπου και θα έπρεπε τα σχολεία και τα κράτη να στρέφουν το κοινό και προς αυτή την κατεύθυνση. Η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση σε θέματα που άπτονται της ενδοοικογενειακής βίας, με όποιον τρόπο, είναι απαραίτητη. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, με βάση αυτά που παρακολουθώ τα τελευταία 20-30 χρόνια έχουν αφυπνιστεί και κάνουν σπουδαία δουλειά.


Το έργο σας έχει αναγνωριστεί και βραβευτεί στην Αμερική αποσπώντας δυο σημαντικές διακρίσεις. Ποια τα συναισθήματα σας;

Το βιβλίο μου είχε την τύχη να αποσπάσει 8 βραβεία εδώ στις ΗΠΑ. Με κάνει περήφανο και όχι επηρμένο. Και η περηφάνεια επεκτείνεται στην οικογένεια μου και στην πατρίδα μου. Μου αρέσει που μνημονεύτηκαν η Παναγιώτα, ο Θανάσης ο πατέρας μου, ο Δημοσθένης Δαπόντες, που ήταν ο μοναδικός ένορκος που τιμίως και ευσυνειδήτως αρνήθηκε και δεν ακολούθησε τους άλλους ενόρκους και που το Αμερικανικό κοινό θέλει και τους διαβάζει. Μου αρέσει ότι το βιβλίο μου, που αναφέρεται σε μια παλαιά Ελληνική ιστορία, διαβάζεται και εκτιμάται. Καλό είναι για όλους μας πιστεύω όταν ακούω Αμερικανούς που έχουν διαβάσει την ιστορία να λένε: «Πώς μπόρεσαν οι απλοί εκείνοι άνθρωποι που ζούσαν τότε πριν 70 χρόνια σε ένα μικρό χωριό στα βουνά και που πολλοί ήταν και αγράμματοι να επιζήσουν, να σκεφτούν, να ελιχθούν, όπως έκαναν ....Θα πρέπει να ήταν έξυπνοι άνθρωποι» .Και κάποιος άλλος δίπλα να απαντά: «Αυτοί ήταν έξυπνοι πριν 2500 χρόνια και μιλάμε για πριν 70;». Μπορεί αυτό να μην σε κάνει να αισθάνεσαι περήφανος σαν Έλληνας;


Τελικά ο νεκρός δικαιώνεται;

.Ο Μαρμαράς, ο Χαλκιδαίος συνήγορος υπεράσπισης, που καθόταν ακριβώς πίσω από τον Γιώργο και τον Σωκράτη, φώναξε στον Θανάση από την απέναντι πλευρά της αίθουσας:

«Είσαι ευχαριστημένος τώρα, κύριε Καρανδρέα;»

«Κύριε Μαρμαρά» φώναξε ο Θανάσης « ευχαριστημένος είμαι, ικανοποιημένος όχι. Θα μπουν φυλακή για λίγα χρόνια και κάποια μέρα θα βρίσκονται ξανά ανάμεσά μας. Η Παναγιώτα δεν θα είναι ποτέ. Θα έπρεπε να πληρώσουν για το έγκλημα τους και να υποφέρουν όσο υπέφερε η ξαδέλφη μου».

Είναι η στιχομυθία μεταξύ του πατέρα μου Θανάση και του συνηγόρου υπεράσπισης Μαρμαρά, όπως υπάρχει στο βιβλίο και που έγινε αμέσως μόλις ανακοινώθηκε η καταδικαστική απόφαση από τους ενόρκους μετά τα μεσάνυχτα στις 7 προς 8 Απριλίου 1955 στο δικαστήριο της Χαλκίδας.

Δεν έχω να προσθέσω κάτι παραπάνω από τα λόγια αυτά του πάτερα μου. Και σε τι στιγμή ειπώθηκαν! Και πόσο αληθινά βγήκαν!


Σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση.

 

Δήμητρα Γούτση, Φιλόλογος

 

Διαβάστε τον σχολιασμό μας για το βιβλίο...