Άννα Ιωαννίδου


Το Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000 (Οδηγία 92/43/ΕΚ Για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας)

Ο δραματικός ρυθμός εξαφάνισης πολλών ζωικών και φυτικών ειδών αφενός και η αλλοίωση της σύνθεσης πολλών οικοτόπων αφετέρου έχουν ως αποτέλεσμα την διατάραξη της ισορροπίας και της λειτουργικότητας των οικοσυστημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Προς αντιμετώπιση του προβλήματος της υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος έχει θεσμοθετηθεί ένα πλέγμα λεπτομερών κανόνων δικαίου σε επίπεδο διεθνούς , κοινοτικού και εθνικού δικαίου.

Η διεθνής κοινότητα έχει προβεί στην σύναψη μεγάλου αριθμού διεθνών συνθηκών με αντικείμενο την προστασία των ειδών και την διατήρηση της παγκόσμιας φυσικής κληρονομιάς , όπως η σύμβαση Ραμσάρ για την προστασία των διεθνούς ενδιαφέροντος υγροτόπων ( 2 Φεβρουαρίου 1971) , η σύμβαση CITES της Ουάσιγκτον για το διεθνές εμπόριο των απειλούμενων ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας ( 3 Μαρτίου 1973) , η σύμβαση της Βόννης για την διατήρηση των μεταναστευτικών ειδών άγριας πανίδας (23 Ιουνίου 1979) , καθώς και η σύμβαση της Βέρνης για την διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος στην Ευρώπη (19 Σεπτεμβρίου 1979).

Αξίζει να αναφερθεί ότι το 1972 στην συνάντηση Κορυφής των Παρισίων εκδηλώθηκε για πρώτη φορά η ευαισθητοποίηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της χάραξης περιβαλλοντικής πολιτικής με την δήλωση των αρχηγών των κρατών - μελών ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι αυτοσκοπός , αλλά πρέπει κατά προτεραιότητα να συνοδεύεται με την βελτίωση της ποιότητας και του επιπέδου διαβίωσης.

Η ανεξέλεγκτη ανθρώπινη δραστηριότητα (υπέρμετρη εκβιομηχάνιση , αστικοποίηση και μόλυνση) και η συνακόλουθη συνεχής μείωση των φυσικών οικοτόπων και των αποθεμάτων του γενετικού υλικού των διαφόρων ειδών χλωρίδας και πανίδας οδήγησαν στην σύναψη της Σύμβασης του Rio de Janeiro για την βιοποικιλότητα στις 5 Ιουνίου 1992, μέρα η οποία έκτοτε εορτάζεται ως Παγκοσμία Ημέρα Περιβάλλοντος.

Το ίδιο έτος εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οδηγία - σταθμός στην άσκηση περιβαλλοντικής πολιτικής - με αριθμό 92/43/ΕΚ Για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Η Οδηγία 92/43 αποτελεί συνέχεια της προηγηθείσας οδηγίας 79/409/ΕΚ Περί διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (πρώτη κοινοτική δράση σχετικά με την προστασία της άγριας πτηνοπανίδας) , η οποία επέβαλλε την απαγόρευση της βλάβης των φωλιών των πτηνών, της αφαίρεσης και αγοραπωλησίας αβγών και νεοσσών σε βιότοπους.

Οι παραπάνω πρωτοβουλίες εντάσσονται στην γενικότερη πολιτική διατήρησης της βιοποικιλότητας στην Ευρώπη ως σημαντικό μη ανανεώσιμο κεφάλαιο της φυσικής κληρονομιάς. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα αντιμετωπίζει την άγρια πανίδα και χλωρίδα ως κοινό περιουσιακό στοιχείο των λαών των κρατών – μελών και ως πόρο ανεκτίμητης αξίας για το μέλλον της ανθρωπότητας με οικολογικό , οικονομικό και επιστημονικό ενδιαφέρον. Σε γενικές γραμμές η κοινοτική περιβαλλοντική νομοθεσία ενσωματώνει τις πιο σύγχρονες αντιλήψεις για την διαχείριση των φυσικών περιβαλλοντικών πόρων.

Σκοπός της έκδοσης της Οδηγίας 92/43 είναι η διαφύλαξη της βιοποικιλότητας στα κράτη-μέλη μέσω της προστασίας ορισμένων φυσικών τύπων οικοτόπων , καθώς και συγκεκριμένων απειλουμένων άγριων ειδών φυτών και ζώων, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη τις επιστημονικές , οικονομικές, κοινωνικές , πολιτιστικές και περιφερειακές απαιτήσεις. Ειδικότερα , το καθεστώς αυστηρής προστασίας των ζωικών ειδών , τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως «κοινοτικού ενδιαφέροντος», περιλαμβάνει την απαγόρευση κάθε μορφής εκ προθέσεως σύλληψης ή θανάτωσης δειγμάτων των ειδών , της παρενόχλησης των ειδών κατά την περίοδο αναπαραγωγής , της καταστροφής ή συλλογής των αυγών στο φυσικό περιβάλλον και της βλάβης ή καταστροφής των τόπων αναπαραγωγής ή ανάπαυσης.

Η Οδηγία 92/43 , η οποία είναι προσανατολισμένη στην κατεύθυνση του γενικού στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αειφόρο ανάπτυξη , προβλέπει την δημιουργία του δικτύου Natura 2000. Πρόκειται για ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο περιοχών , οι οποίες φιλοξενούν οικοτόπους. Το δίκτυο αυτό αποτελείται από δύο κατηγορίες περιοχών : τις Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) και τους Τόπους Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ).

Τα κράτη-μέλη δεσμεύονται να παρουσιάσουν εθνικό κατάλογο με περιοχές ιδιαίτερου φυσικού ενδιαφέροντος, οι οποίες θα αποτελέσουν το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών Natura 2000. Οι περιοχές αυτές (οικοσυστήματα, βιότοποι, οικότοποι) , που εντάσσονται στο οικολογικό αυτό Δίκτυο, τελούν υπό ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας και περιβαλλοντικής διαχείρισης. Για τον λόγο αυτό , τα κράτη-μέλη υποχρεώνονται να λαμβάνουν τα απαραίτητα ειδικά μέτρα σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας, ώστε να διατηρήσουν τα σημαντικά οικολογικά χαρακτηριστικά τους.

Στην Ελλάδα, η προεργασία για την ένταξη συγκεκριμένων περιοχών στο οικολογικό δίκτυο Natura 2000 ξεκίνησε το 1994 με την απογραφή και εκτίμηση της βιοποικιλότητας ενός πλήθους περιοχών της χώρας. Βάσει της απογραφής αυτής, ένας μεγάλος αριθμός περιοχών είχε προταθεί για ένταξη στο συγκεκριμένο Δίκτυο, με στόχο την καλύτερη και αποτελεσματικότερη προστασία των απειλούμενων ειδών και την εξασφάλιση της διατήρησής τους σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο.

Η χώρα μας , ένα από τα κράτη-μέλη με τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα στην Ευρώπη , έχει υποβάλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατάλογο 239 - προτεινόμενων για ένταξη στο δίκτυο Natura 2000 - Τόπων Κοινοτικής Σημασίας και 151 Ζώνες Ειδικής Προστασίας. Σήμερα το 23,86% της ελληνικής έκτασης συμπεριλαμβάνεται στο δίκτυο Natura 2000.

Στο πλαίσιο μίας ενιαίας κοινοτικής πολιτικής , εντός της οποίας επιδιώκεται η ενσωμάτωση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην στρατηγική της αειφόρου ανάπτυξης , δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην λήψη οικολογικά συμβατών μέτρων. Το προστατευτικό αυτό καθεστώς αλλάζει τα δεδομένα στον τρόπο άσκησης της ανθρώπινης δραστηριότητας , θέτοντας όρους που θα προσαρμόζονται ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες της κάθε περιοχής. Ειδικότερα , επηρεάζονται οι τομείς της ανάπτυξης τεχνικών έργων, της δασικής διαχείρισης, της γεωργίας , της κτηνοτροφίας , της αλιείας , του τουρισμού και του κυνηγιού.

Ωστόσο , το δίκτυο Natura 2000 τελικά δεν αποσκοπεί στην δημιουργία «άβατων χώρων» , όπου εκ των προτέρων θα αποκλείεται η ανθρώπινη επέμβαση , αλλά στην ανάπτυξη ανθρωπίνων δραστηριοτήτων στο μέτρο που παραμένουν συμβατές με την προστασία των περιοχών που έχουν χαρακτηριστεί ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης.

 

 


Η Άννα Ιωαννίδου γεννήθηκε και κατοικεί στη Θεσσαλονίκη. Ασκεί το επάγγελμα του Δικηγόρου, ενώ ταυτόχρονα πορεύεται στα μονοπάτια της Λογοτεχνίας. Εκτός από Δικηγόρος και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης είναι επίσης Πολιτικός Επιστήμων και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην Ιστορία, Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία του Δικαίου τμήματος Νομικής ΑΠΘ.