Πώς θα χαρακτηρίζαμε τον Γιώργο Μαρινάκη; Οπωσδήποτε ερωτικό, επικριτικό, νοσταλγικό, ειρηνιστή. Δεν είναι συχνό σε μια ποιητική συλλογή να αποδέχεται κάποιος και όχι άδικα, πως όλοι μας κατά βάθος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο φοράμε "μάσκες", παίρνοντας κι αυτός το ανάλογο μερίδιο ευθύνης. Είναι άλλωστε αλήθεια πως όλοι κρύβουμε κάτι άγνωστο και παράξενο χωρίς ποτέ να το παραδεχόμαστε. Ωστόσο ο Γιώργος Μαρινάκης τονίζει γι’ αυτές τις ανθρώπινες μάσκες:


πόσο ασύστολα προβάλλουν

ψεύτικες ευαισθησίες

και που κρύβουνε με δόλο

τις αληθινές προθέσεις


ενώ σε ένα άλλο επίσης ποίημα με αυτοκριτική κι εδώ διάθεση δεν διστάζει να ομολογήσει:


και θα αφεθώ στα πάθη μου

και υποσυνείδητά μου

αφού διώξω τις ψεύτικες

τις μικροηθικές μου….

Ο Γιώργος Μαρινάκης αναπολεί την ιστορία του τόπου του και θλίβεται για την εγκατάλειψη των μνημείων και τη λήθη των νεοελλήνων. Κατακρίνει τη μανία των ανθρώπων ν’ αλληλοσκοτώνονται με τους πολέμους και ελπίζει για έναν καλύτερο κόσμο.

Τα ερωτικά του ποιήματα ίσως θα μπορούσαν να απομονωθούν και να σχηματίσουν μια ολόκληρη ερωτική ενότητα. Σκηνές πάθους, μέθης, ηδονής και ευαισθησίας. Όμως και πάλι δεν σ’ αφήνει ν’ αφεθείς εξολοκλήρου στο ερωτικό παιχνίδι. Με ποιήματα όπως "η μαγική πόλη" σε επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητα και στα όσα δεινά επέφερε στην ψυχολογία των ανθρώπων ο εγκιβωτισμός τους μέσα στις γκρίζες και τεχνολογικά πλασμένες μεγαλουπόλεις. Το κορυφαίο ποίημα κατά τη γνώμη μας είναι "το τσίρκο των ανθρώπων". Η αρχική επιλογή να παραθέσουμε ένα μόνο απόσπασμα θα αδικούσε την ενιαία εικόνα του ποιήματος. Γι’ αυτό και τελικά το παραθέτουμε ολόκληρο.


ΤΟ ΤΣΙΡΚΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Ανησυχώ

μπροστά στην εξουσία,

απολογούμαι ακόμα

και για την ύπαρξη μου.


Αναζητώ

σαν νέος Διογένης,

στις πόλεις καταφύγια

και στις καρδιές αξίες.


Απαριθμώ

θανάτους και πολέμους,

τσιμέντα, σίδερα, καπνούς

κι ανυπαρξία φύσης.


Ακολουθώ

το πλήθος άθελα μου,

καθώς το χρήμα προσκυνάει

και το Θεό ξορκίζει.

Αντιδικώ

με κάθε τι που φταίει,

πότε γίνομαι πρόβατο

και πότε ένα λιοντάρι.


Αιμορραγώ

από άγχος κι από φόβο,

καθώς το μίσος κι οι φωτιές

σκοτώνουν τις ελπίδες.


Ακροβατώ

στο τσίρκο των ανθρώπων,

μα δεν υπάρχουν στο κενό

δίχτυα για να με σώσουν.