Μέσα στις Άγιες μέρες του Πάσχα είχα τη χαρά να λάβω ένα μεγάλο μέρος από το εκδοθέν έργο του φίλου μου και πολύ αξιόλογου Λογοτέχνη Χάρη Μελιτά. Επειδή ωστόσο πρόκειται για διαφορετικά ποιητικά είδη επέλεξα να σας παρουσιάσω πρώτα τις τρείς συλλογές ποιημάτων Χαϊκού.Όπως ο ίδιος ομολογεί, πριν να έρθει στη ζωή του αυτό το, Ιαπωνικής προελεύσεως, είδος ποίησης σκεφτόταν σοβαρά να σταματήσει να γράφει. Ευτυχώς για εμάς δεν το έκανε και βρισκόμαστε σήμερα στην ευχάριστη θέση να διαβάζουμε τα πανέμορφα και πολύ έξυπνα ποιήματά του. Γιατί αν δεν υπάρχει η κατάλληλη ευφυΐα και ικανότητα να δημιουργείς ποιητικές φράσεις μέσα σε τόσο στενά περιθώρια, τότε απλά δεν μπορείς να γράψεις Χαϊκού. Για την ιστορία, να θυμίσω ότι τα Χαϊκού εμφανίστηκαν στην Ευρώπη μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ η γέννησή τους τοποθετείται στην Ιαπωνία του 16ου αιώνα. Αποτελούνται από 17 συλλαβές συνολικά οι οποίες συνήθως διαιρούνται σε τρείς στίχους, με τη σειρά 5 - 7 - 5.

Η πρώτη από τις τρεις συλλογές φέρει τον ιδιαίτερο τίτλο «Πατέ στρουθοκαμήλου» (2008). Θα αρχίσω λέγοντας πως αυτή η συλλογή μοιάζει να γράφτηκε μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον ενός ήσυχου σπιτιού. Και το λέω αυτό, διότι πρώτη φορά συναντώ ποιήματα να συνδέονται τόσο όμορφα με επιτραπέζια παιχνίδια! Σκάκι, τάβλι και τράπουλες χρησιμοποιούνται ως εκφραστικά μέσα για τη μετάδοση ανάλογων μηνυμάτων. Γράφει ενδεικτικά:

Τα μαύρα πιόνια

έγιναν βασίλισσες.

Ακόμα παίζεις;

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις καβαφικοί συνειρμοί ήρθαν στη σκέψη μου καθώς συχνά ο ποιητής επιλέγει να απομονωθεί στο γραφείο του και ν’ ασχοληθεί με τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας:

Πριν ακουμπήσω

μιαν αλήθεια στο χαρτί

φοράω γάντια.

Ή το

Αν σου απλώσω

τις πληγές μου στο χαρτί

θα τις διαβάσεις;

Υπάρχουν επίσης κάποια Χαϊκού, σκόρπια μέσα στο βιβλίο, που μιλάνε για την αγάπη. Ίσως ως ευχάριστες νότες ή καλύτερα ανάσες πριν να προβληματιστείς με κάποιους άλλους στίχους, που περιέχουν φιλοσοφικούς και κοινωνικούς στοχασμούς ή σαρκαστικές εθνικό - πολιτικές αναφορές. Θα κλείσω αυτή την πρώτη συλλογή με ένα ευφυέστατο ποίημα, που είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στις μέρες μας.

Γνωστές γραβάτες

άγνωστος στρατιώτης.

Καλά στέφανα.

 


Το δεύτερο βιβλίο με ποιήματα Χαϊκού έχει τον τίτλο «Γλώσσα λανθάνουσα» (2010). Είναι σαφώς μια διαφορετική συλλογή, που επικεντρώνεται περισσότερο σε υπαρξιακά και πολιτικά ζητήματα. Και πάλι φυσικά εμφανίζονται κάπου κάπου τα τραπουλόχαρτα, οι τσόχες και τα σταυρόλεξα. Ίσως επειδή ο Χάρης Μελιτάς έχει κατανοήσει πως κάπως έτσι είναι τελικά η ζωή. Ένα μάταιο παιχνίδι με το χρόνο. Γράφει σχετικά:

Πώς τρέχεις έτσι

τρελό μου καλεντάρι

όσο γερνάω;

Υπάρχει επίσης ένα Χαϊκού στο κέντρο του βιβλίου, που ίσως θα έπρεπε να βρίσκεται στην πρώτη σελίδα:

Δεν ξαναβάζω

ζάχαρη στους στίχους μου.

Τους στρογγυλεύει.

Και πράγματι εφαρμόζει στο έπακρο αυτό που δηλώνει, όταν δεν χαρίζεται σε καμία περίπτωση στο πολιτικό κατεστημένο, στη φυλάκιση των ιδεών, στο απαράδεκτο σφράγισμα της ελευθερίας του λόγου. Θα κλείσω χωρίς περαιτέρω λόγια, αυτό το βαθυστόχαστο βιβλίο, παραθέτοντας κάποια σχετικά, με τα προαναφερθέντα, Χαϊκού:

Ενδιαφέρον

το πρόγραμμα σύγκλισης.

Ένδεια φέρον.


Βρήκαν στο νου του

Ίχνη συνειδήσεως.

Χειρουργήστε τον.


(Λωρίδες Γάζας)

Πώς να τυλίξεις

ματωμένες σελίδες

με επιδέσμους;

 


Θα κλείσουμε αυτό το υπέροχο ταξίδι στους στίχους του Χάρη Μελιτά με την τρίτη και τελευταία συλλογή Χαϊκου, η οποία τιτλοφορείται «Μαύρη σοκολάτα» (2011). Και τι χαρακτηρίζει τη μαύρη σοκολάτα; Έχει μια σχετική γλύκα αλλά και μια ελαφριά πίκρα, σαν τη γεύση που αφήνουν τα χρόνια που περνούν. Αναμέτρηση με αυτά που κάναμε ή με όσα μείναμε άπρακτοι, με αυτά που στοιχειώνουν τα όνειρά μας, με τις αναμνήσεις φίλων μας που δεν υπάρχουν πια….

Χαμένα χρόνια

στους δρόμους της ψυχής μου

Διαδηλώνουν.

Αυτό που διαφοροποιεί αυτή τη συλλογή από τις υπόλοιπες είναι η σύνδεσή της με τη θάλασσα. Και δεν είναι αφύσικο, εφόσον μέσα στην πολύβουη και βασανισμένη Αθήνα, εικόνες από τα όμορφα Κύθηρα, τόπο καταγωγής του Χάρη Μελιτά, σίγουρα θα τριβελίζουν τη σκέψη του. Μια όμορφη θάλασσα, που περιφρονήθηκε μαζικά από το νεοέλληνα, ο οποίος επέλεξε το ασφυκτικό στρίμωγμα του οπλισμένου σκυροδέματος! Τι είναι αυτό που χάσαμε τελικά απ’ τη ζωή μας; Τι είναι λοιπόν για τον ίδιο τον ποιητή η θάλασσα;

Νοητικό ταξίδι αυτογνωσίας;

Με σάπιους κάβους

δέθηκα Σειρήνα μου.

Τραγούδησέ με.


Τόπος διαφυγής;

Φεύγουν τα πλοία

αλλά πού να βρεις ταξί

για το λιμάνι;

Ή απλά στοιχείο αυτοκάθαρσης;

Ναυαγισμένοι

συλλέγουμε συντρίμμια.

Νόμιμη μοίρα.



Την απάντηση δίνει στο τέλος μόνος του και είναι απόλυτα αποστομωτική!

Να τι δεν έχει

η νήσος ουτοπία.

Ένα λιμάνι…

 


Αλέξανδρος Ακριτίδης